δείχνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δείχνω < μεσαιωνική ελληνική δείχνω < αρχαία ελληνική δεικνύω / δείκνυμι
Ρήμα[επεξεργασία]
δείχνω (παθητική φωνή: δείχνομαι)
- τεντώνω το δείκτη του χεριού με κατεύθυνση κάτι ή κάποιον
- για δείξε μου προς τα πούπήγε, όταν έφυγε;
- αναφέρω τη θέση κάποιου ή κάτι
- παρουσιάζω, εμφανίζω κάτι σε κάποιον
- πρέπει να δείξεις στην είσοδο το ελευθέρας, αλλιώς δεν θα σε αφήσουν να μπεις μέσα
- Συνώνυμα επιδεικνύω
- (για όργανα, μετρητές κλπ) εμφανίζω, έχω (τη συγκεκριμένη ένδειξη)
- θα αρχίσουμε, όταν τα ρολόγια θα δείξουν τρεις ακριβώς
- φαίνομαι, μοιάζω
- μπορεί να δείχνει τριαντάρης αλλά τα ’χει τα χρονάκια του
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- δείχνω την πόρτα (σε κάποιον): πλάγια έκφραση για το "διώχνω (κάποιον)" (που δεν φανερώνει όμως ευγένεια)
- δείχνω την πλάτη (μου): δηλώνω την περιφρόνησή μου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κατευθύνω κάποιον προς κάπου με χαρακτηριστική κίνηση
επιδεικνύω
→ δείτε τη λέξη επιδεικνύω |