Κατηγορία:Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γλώσσα: Νέα ελληνικά » Ετυμολογία » Κληρονομημένες λέξεις » από τα μεσαιωνικά ελληνικά ««« « Ετυμολογία « Μεσαιωνικά ελληνικά |
Υποκατηγορίες
Αυτή η κατηγορία έχει τις ακόλουθες 7 υποκατηγορίες, από 7 συνολικά.
Σελίδες στην κατηγορία "Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 1.731 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Α
- -α
- α-
- αβανιά
- αβαντζάρω
- αβάς
- αββάς
- αβγατίζω
- αβγοτάραχο
- άβουλος
- άβραστος
- αβροχιά
- αγαλλιάζω
- αγανακτισμένος
- αγανάχτηση
- αγαναχτώ
- αγαπησιάρης
- αγαπητικιά
- αγαπίζω
- αγάς
- αγγελο-
- Άγγελος
- αγγίζω
- άγγιχτος
- Αγγλία
- αγγόνι
- αγγούρι
- αγδίκιωτος
- Αγειορίτης
- αγελάδα
- αγιαστήρα
- αγιαστούρα
- αγιο-
- αγιόκλημα
- αγιοποιώ
- Αγιορείτης
- αγκαθερός
- αγκάθι
- αγκαλιά
- αγκαλιάζω
- αγκάλιασμα
- αγκαλιαστός
- αγκίστρι
- αγκιστρώνω
- αγκομαχάω
- αγκομαχώ
- αγκούσα
- αγκυλώνω
- αγκώνας
- αγκωνή
- αγλάκι
- αγλακώ
- αγναντεύω
- αγόρι
- αγουρίδα
- αγριαπιδιά
- αγριελιά
- αγρίμι
- αγριόγατα
- αγριογούρουνο
- αγροτικός
- αγώγι
- αγωγιάζω
- αγωγιάτης
- αγώι
- -άδα
- αδειάζω
- άδειος
- αδερφή
- αδράχνω
- αέρας
- αερίζω
- αηδόνα
- αηδόνι
- αθάλη
- Αθανάσιος
- αθάσι
- άθαφτος
- αθερίνα
- άθος
- αίγα
- αϊτός
- ακάθιστος
- ακαμάτης
- ακαματοσύνη
- ακατάδεχτος
- ακατοίκητος
- -άκι
- ακόμη
- ακόνι
- ακουμπάω
- ακουμπώ
- ακριβός
- ακρινός
- ακρο-
- ακροδάχτυλο
- ακρωτήρι
- αλαργάρω
- αλατερός
- αλαφρός
- Αλβανία
- αλέκτορας
- αλεπού
- αλεύρι
- αλευρώνω
- αλισάχνη
- αλλάζω
- αλλιώς
- αλυσοδένω
- άλυσος
- αλφαβήτα
- αλφαβητάρι
- αλφάβητο
- αμαξάς
- αμάχη
- άμε
- αμέ
- αμίλητος
- άμμος
- αμπάς
- αμπελώνας
- ανάβω
- ανάκατος
- ανακατώνω
- αναλάμπω
- ανάμα
- ανανεώνω
- ανάριος
- αναρωτώ
- Αναστασία
- Αναστάσιος
- αναφτερώνω
- ανε-
- ανεβάζω
- ανέγνωρος
- ανελεήμονας
- ανέμι
- ανεμοβρόχι
- ανεμοδούρα
- ανεμόμυλος
- ανεμόσκαλα
- ανεμόσουπα
- ανήμπορος
- ανθίζω
- ανθρωπινός
- ανίσως
- ανοιγοκλειώ
- ανοιχτός
- -ανός
- αντένα
- άντερο
- άντζα
- αντι-
- αντίκρυ
- άντρας
- αντρειά
- αντρειεύω
- αντρειοσύνη
- αντρίκειος
- αντρόγυνο
- ανυπόμονος
- ανυπόφερτος
- αξέστρωτος
- αξίνα
- απάκι
- απανεμιά
- απαντέχω
- άπαστρος
- απατός
- απελευθερώνω
- απιθώνω
- απίστευτος
- απλός
- από
- απόγευμα
- αποθαρρεμένος
- αποκάτω
- αποκοτάω
- αποκοτώ
- αποκτώ
- απολαμβάνω
- Αποσπερίτης
- αποστείρωση
- απόφαση
- αποχαιρετώ
- απόχη
- αππαρθενεύω
- απρόσεκτος
- απρόσεχτος
- αράδα
- αράζω
- Αρβανίτης
- αργάτης
- άργητα
- Αργίτης
- αργο-
- αργυροκούδουνο
- αργυρός
- Αργυρός
- αρίδα
- αρκούδα