αγωγιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀγωγιάζω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγωγιάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγωγιάζω. Συγχρονικά αναλύεται σε αγώγ(ι) + -ιάζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.ɣoˈʝa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γω‐γιά‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

αγωγιάζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη αγώι

Κλίση[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]