ανυπόμονος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανυπόμονος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀνυπόμονος < ἀν- στερητικό (αν) + αρχαία ελληνική ὑπομον(ή) + -ος [1]
Επίθετο
[επεξεργασία]ανυπόμονος, -η, -ο
- που δεν έχει υπομονή
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ανυπόμονος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας