ανυπόμονα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανυπόμονα < ανυπόμον(ος) + -α
Επίρρημα
[επεξεργασία]ανυπόμονα (τροπικό επίρρημα)
- με ανυπόμονο τρόπο, με ανυπομονησία
- ※ Λοιπόν; έκαμε ο Φραγκίσκος κοιτάζοντας ανυπόμονα τη μάνα του. (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού, 1954 [μυθιστόρημα])
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανυπόμονα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ανυπόμονα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ανυπόμονος