impatient
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | impatient |
συγκριτικός | more impatient |
υπερθετικός | most impatient |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- impatient < παλαιά γαλλική impacient < λατινική impatiens
Επίθετο
[επεξεργασία]impatient (en)
Σύνθετα
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | impatient | impatients |
θηλυκό | impatiente | impatientes |
impatient (fr)