Μετάβαση στο περιεχόμενο

impatience

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

impatience (en)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
impatience impatiences

impatience (fr) θηλυκό

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]