Μετάβαση στο περιεχόμενο

patience

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpeɪʃəns/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

patience (en) (μη μετρήσιμο)

  • η υπομονή
      Patience is the key to success.
    Η υπομονή είναι το κλειδί της επιτυχίας.



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
patience patiences

patience (fr) θηλυκό

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]