patient

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός patient
συγκριτικός more patient
υπερθετικός most patient

patient (en)

  • υπομονετικός
    Patient people always win.
    Οι υπομονετικοί άνθρωποι πάντα κερδίζουν.
    I have already been waiting for five hours, how much more patient do I need to be?
    Περιμένω ήδη πέντε ώρες, πόσο πιο υπομονετικός πρέπει να είμαι;
     αντώνυμα: impatient

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
patient patients

patient (en)

  • ο ασθενής, η ασθενής
    The patient is not in her room.
    Η ασθενής δεν είναι στο δωμάτιό της.
    Is the patient still in the operating room?
    Ο ασθενής είναι ακόμα στο χειρουργείο;
    The patient was taken to the hospital due to a drug overdose.
    Ο ασθενής μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο λόγω υπερβολικής δόσης φαρμάκων.



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό patient patients
θηλυκό patiente patientes

patient (fr)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό patient patients
θηλυκό patiente patientes

patient (fr)