άρρωστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άρρωστος < αρχαία ελληνική ἄρρωστος < ἀ- + ῥώννυμι
Επίθετο[επεξεργασία]
άρρωστος, -η, -ο
- που δεν είναι καλά στην υγεία του