ziek
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ολλανδικά (nl)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ziek (nl)
- άρρωστος
- mijn zoon is ziek - ο γιος μου είναι άρρωστος
Παράγωγα
[επεξεργασία]- συγκριτικός βαθμός: zieker