ασθενής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀσθενής

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασθενής η ασθενής το ασθενές
      γενική του ασθενούς της ασθενούς του ασθενούς
    αιτιατική τον ασθενή την ασθενή το ασθενές
     κλητική ασθενή(ς) ασθενής ασθενές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασθενείς οι ασθενείς τα ασθενή
      γενική των ασθενών των ασθενών των ασθενών
    αιτιατική τους ασθενείς τις ασθενείς τα ασθενή
     κλητική ασθενείς ασθενείς ασθενή
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασθενής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀσθενής

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.sθeˈnis/ αρσενικό ή θηλυκό
ΔΦΑ : /a.sθeˈnes/ ουδέτερο

Επίθετο[επεξεργασία]

ασθενής, -ής, -ές, συγκριτικός: ασθενέστερος, υπερθετικός:

  1. που είναι άρρωστος
     αντώνυμα: υγιής
  2. ο ασθενικός, ο αδύναμος, που δεν έχει δύναμη (σθένος)
     αντώνυμα: ισχυρός, σθεναρός
  3. (φυσική) για μία από τις τέσσερις κύριες δυνάμεις ή αλληλεπιδράσεις σε υποατομικό επίπεδο
    ασθενής αλληλεπίδραση στη Βικιπαίδεια

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ασθενής οι ασθενείς
      γενική του
του/της
ασθενή
ασθενούς
των ασθενών
    αιτιατική τον/την ασθενή τους/τις ασθενείς
     κλητική ασθενή ασθενείς
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Κατηγορία όπως «συγγενής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ασθενής αρσενικό ή θηλυκό

Παροιμίες[επεξεργασία]

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]