pacjentka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pacjentka < θηλυκό από το pacjent
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pacjentka (pl) θηλυκό
pacjentka (pl) θηλυκό