ασθενοφόρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.sθe.noˈfo.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐σθε‐νο‐φό‐ρο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ασθενοφόρο ουδέτερο
- (μέσο μεταφορών) το όχημα για μεταφορά ασθενών στο νοσοκομείο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ασθενοφόρο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φόρο (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μέσα μεταφορών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)