Krankenwagen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Krankenwagen (de) αρσενικό
- (μέσο μεταφορών) το ασθενοφόρο