αλληλεπίδραση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλληλεπίδραση | οι | αλληλεπιδράσεις |
γενική | της | αλληλεπίδρασης* | των | αλληλεπιδράσεων |
αιτιατική | την | αλληλεπίδραση | τις | αλληλεπιδράσεις |
κλητική | αλληλεπίδραση | αλληλεπιδράσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αλληλεπιδράσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αλληλεπίδραση < αλληλο- + επίδραση ((μεταφραστικό δάνειο) (γαλλικά) interaction)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αλληλεπίδραση θηλυκό
- η αμοιβαία επίδραση μεταξύ δύο προσώπων ή συστημάτων
- η αλληλεπίδραση του φαρμάκου με το αλκοόλ μπορεί να προκαλέσει σοβαρές παρενέργειες
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- αλληλεπιδραστικός
- αλληλεπιδρώ
- → δείτε τις λέξεις αλληλο- και επίδραση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ως καθαρή έννοια
μεταξύ προσώπων κα
|