αλληλεπιδράσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αλληλεπιδράσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αλληλεπιδρώ
- θα αλληλεπιδράσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αλληλεπιδρώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αλληλεπιδράσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αλληλεπίδραση