Μετάβαση στο περιεχόμενο

καθαρεύουσα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η καθαρεύουσα
      γενική της καθαρεύουσας
    αιτιατική την καθαρεύουσα
     κλητική καθαρεύουσα
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καθαρεύουσα < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό της μετοχής καθαρεύων, μετοχή ενεστώτα του αρχαίου ρήματος καθαρεύω· επειδή ένας από τους αρχικούς στόχους των καθαρολόγων μετά την Τουρκοκρατία ήταν η απαλλαγή της γλώσσας από ξένες γλωσσικές προσμείξεις[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.θaˈɾe.vu.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καθαρεύουσα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καθαρεύουσα θηλυκό

  • (γλώσσα) λόγια τεχνητή μορφή της νέας ελληνικής γλώσσας, μείγμα αρχαίων, αρχαϊστικών και νεότερων μορφών που ήταν η επίσημη γλώσσα του ελληνικού κράτους μέχρι το 1976

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

 

ελληνική γλώσσα
3η χιλιετία π.Κ.Ε. 1600-1100 10ος-8ος
αιώνας
7ος
αιώνας
5ος-323 323 π.Κ.Ε. -
330 Κ.Ε.
330Κ.Ε. -
600
600-1100 1100-1453 1453-1669 1669-1900 1976  
προϊστορικά χρόνια αρχαία χρόνια ύστερη αρχαιότητα μεσαία χρόνια νεότερα χρόνια
πρωτοελληνική αρχαία ελληνικά μεσαιωνικά ελληνικά νέα ελληνικά
   μυκηναϊκή διάλεκτος   ομηρική γλώσσα αττική
και άλλες διάλεκτοι
ελληνιστική κοινή ύστερη ελληνιστική μεσαιωνική
 αττικίζουσα
δημώδης 
ύστερη μεσαιωνική
ή μεταβυζαντινή
ή πρώιμη νεοελληνική
καθαρεύουσα
δημοτική
νεοελληνική κοινή
γραφή
Γραμμική Β ελληνικά κεφαλαία μικρά γράμματα, πνεύματα, τόνοι 1982: μονοτονικό
ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ: προελληνική, πρωτοϊνδοευρωπαϊκή
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: 1100 πΚΕ: Κάθοδος Δωριέων. 7ος αιώνας: Όμηρος. Από τους κλασικούς έως τον Αριστοτέλη. 323: θάνατος Αλεξάνδρου. Ελληνιστική κοινή: από τον Πλούταρχο έως και το 330 ΚΕ: ίδρυση Κωνσταντινούπολης, έως το 600: Ιουστινιανός: η ελληνική, επίσημη γλώσσα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. 1453: άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς. 1669: πτώση του Χάνδακα και τερματισμός της κρητικής λογοτεχνίας. 1976: Η δημοτική, επίσημη γλώσσα του ελληνικού κράτους.
ΕΠΙΣΗΣ ΔΕΙΤΕ: Ποικιλίες (διάλεκτοι) της αρχαίας ελληνικής. Νεότερες ποικιλίες. Παράρτημα:Ελληνική γλώσσα.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]