δημώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δημώδης < αρχαία ελληνική
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
δημώδης, -ης, -ες
- που ανήκει ή χρησιμοποιείται από το λαό και όχι από τους λογίους· ιδιαίτερα για να χαρακτηριστεί μια μορφή γλώσσας ή μια ορισμένη γραμματεία
- τα σατιρικά ποιήματα του Πτωχοπρόδρομου γράφτηκαν στη δημώδη γλώσσα του 12ου αιώνα
- τα δημώδη άσματα (τα δημοτικά τραγούδια)
- οι ρομανικές γλώσσες προέρχονται από τη δημώδη λατινική
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]