vernacular

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

vernacular (en)

  1. η ομιλούμενη γλώσσα, η εθνική γλώσσα ενός λαού
  2. η καθομιλουμένη
  3. το ιδίωμα

Επίθετο[επεξεργασία]

vernacular (en)

  1. που αναφέρεται στην καθομιλουμένη γλώσσα
  2. λαϊκός, δημώδης