λόγιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λόγιος < αρχαία ελληνική λόγιος < λόγος < λέγω (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική érudit
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
λόγιος, -α, -ο, συγκριτικός : λογιότερος, υπερθετικός : λογιότατος
- μορφωμένος, καλλιεργημένος, ευρυμαθής
- (για λόγο, έκφραση κ.λπ.) έντεχνος, καλλιεργημένος, προσεγμένος, επίσημος
[επεξεργασία]
- λογιότατος
- → δείτε τις λέξεις λόγος και λέγω