scholar
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
scholar | scholars |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]scholar (en)
- ο επιστήμονας, ο ειδικός σε έναν τομέα
- ⮡ The topic hasn’t yet been researched in depth by scholars.
- Το θέμα δεν έχει ακόμα ερευνηθεί σε βάθος από τους ειδικούς μελετητές.
- ⮡ The topic hasn’t yet been researched in depth by scholars.
- ο λόγιος, ο μορφωμένος
- (παρωχημένο) σπουδαστής που έχει λάβει υποτροφία, υπότροφος