μορφωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μορφωμένος η μορφωμένη το μορφωμένο
      γενική του μορφωμένου της μορφωμένης του μορφωμένου
    αιτιατική τον μορφωμένο τη μορφωμένη το μορφωμένο
     κλητική μορφωμένε μορφωμένη μορφωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μορφωμένοι οι μορφωμένες τα μορφωμένα
      γενική των μορφωμένων των μορφωμένων των μορφωμένων
    αιτιατική τους μορφωμένους τις μορφωμένες τα μορφωμένα
     κλητική μορφωμένοι μορφωμένες μορφωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /moɾ.foˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μορ‐φω‐μέ‐νος

Μετοχή[επεξεργασία]

μορφωμένος, -η, -ο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]