μορφωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μορφωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μορφώνω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /moɾ.foˈme.nos/
Μετοχή[επεξεργασία]
μορφωμένος, -η, -ο
- που έχει μορφωθεί
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μορφωμένος