διαμορφωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαμορφωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαμορφώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
διαμορφωμένος, -η, -ο
- που έχει διαμορφωθεί
- Αποτελεί προσχέδιο, δεν είναι ακόμα διαμορφωμένο όπως θα ήθελα
- Η προσωπικότητά του δεν είναι διαμορφωμένη -είναι ακόμα έφηβος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαμορφωμένος
|