λέγω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λέγω < αρχαία ελληνική λέγω < πρωτοελληνική *légō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *leǵ-[1] (συλλέγω, συγκεντρώνω)

λέγω

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  λέγω   λέγομαι 
Παρατατικός  ἔλεγον   ἐλεγόμην 
Μέλλοντας  λέξω, ἐρῶ   λέξομαι, λεχθήσομαι, ρηθήσομαι 
Αόριστος  ἔλεξα, εἶπα, εἶπον   ἐλεξάμην, ἐλέχθην, ἐρρήθην 
Παρακείμενος  εἴρηκα   εἴρημαι 
Υπερσυντέλικος  εἰρήκειν   εἰρήμην 
Συντελ.Μέλλ.
  • εὖ λέγω: μιλώ καλά (για κάποιον), επαινώ
  • εὖ ἀκούω ἀπό τινος: επαινούμαι από κάποιον
  • κακῶς λέγω τινά: κακολογώ
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.