λόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|---|
αρσενικό | αρσενικό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο | λόγος | οι | λόγοι | τα | λόγια |
γενική | του | λόγου | των | λόγων | — | |
αιτιατική | τον | λόγο | τους | λόγους | τα | λόγια |
κλητική | λόγε | λόγοι | λόγια | |||
Η γνωστή μας γενική πληθυντικού λογιών ανήκει στο ελλειπτικό λογής Και δοτική ενικού αρσενικού: λόγω (λόγῳ) | ||||||
όπως «βράχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λόγος < αρχαία ελληνική λόγος < λέγω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *leǵ-
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λόγος αρσενικό
- η ικανότητα του ανθρώπου να επικοινωνεί με τη γλώσσα και η ίδια η γλώσσα ως οργανωμένο σύστημα σημείων
- το χάρισμα του λόγου, γραπτός λόγος
- αυτό που λέγεται, τα λόγια, η κουβέντα
- η λεκτική μετάδοση (της) πληροφορίας και κάποιες φορές και το νόημά της/η σημασία της
- πικρό λόγο δεν άκουσα από τα χείλη της
- δημόσια ομιλία
- έβγαλε λόγο
- η υπόσχεση
- ο λόγος μου είναι συμβόλαιο
- η απολογία ή ο απολογισμός που δίνει κάποιος για τις ενέργειές του
- θα δώσεις λόγο για τις πράξεις του
- η λογική ικανότητα του ανθρώπου
- ο ορθός λόγος
- η αιτία
- Είχε τους λόγους του για να το κάνει αυτό
- (αριθμητική) η σχέση δύο μεγεθών εκφρασμένη σε κλάσμα, η αναλογία
- ο λόγος των δύο πλευρών ενός τριγώνου
- (χριστιανική θεολογία, ως κύριο όνομα) ο Υιός του Θεού
- β' πληθυντικός σε ουδέτερο γένος: Τα λόγια → δείτε τη λέξη
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- δίνω το λόγο μου: υπόσχομαι, εγγυώμαι προσωπικά
- τηρώ/κρατάω/δεν αθετώ το λόγο μου: εκπληρώνω/δεν εκπληρώνω την υπόσχεσή μου, είμαι φερέγγυος
- δεν τηρώ (ποτέ)/δεν κρατάω (ποτέ)/πάντα αθετώ το λόγο μου: δεν εκπληρώνω (ποτέ) την υπόσχεσή μου, είμαι αφερέγγυος
- δεν έχει λόγο: είναι αναξιόπιστος
- έδωσαν λόγο: έδωσαν αμοιβαία υπόσχεση γάμου
- (δεν) συντρέχει λόγος: (δεν) υπάρχει αιτία να γίνει κάτι
- ο Λόγος του Θεού: η Βίβλος / η χριστιανική διδασκαλία
- ο «ορθός λόγος»: η λογική
- του λόγου μου/σου/του/της/τους: ισοδυναμεί με προσωπική αντωνυμία (εγώ, εσύ, αυτός κ.λπ.)
- φυσικώ τω λόγω (φυσικῷ τῷ λόγῳ): όπως είναι φυσικό
- λόγου χάρη: παραδείγματος χάριν, για παράδειγμα
- ο εν λόγω: ο προκείμενος, ο αναφερόμενος, ο σχετικός
- λόγω τιμής και επί λόγω τιμής: (αναφερόμενο στο ενδεχόμενο κάτι να πραγματοποιηθεί ή στο αν είναι όντως αληθές) δίνω την προσωπική μου εγγύηση ότι θα πραγματοποιηθεί/είναι αληθές, (και ως σχήμα υπερβολής) είναι αναμφίβολα αληθές
- λόγω εξύβριση: η εξύβριση κάποιου μόνο με λόγια
[επεξεργασία]
- λογαριάζω, λογαριασμός
- λογάριθμος
- λογάς και λογού
- λογιάζω
- λογιέμαι
- λογικεύω
- λογική
- λογικός
- λογισμός
- λογύδριο
- λόγω
Σύνθετα[επεξεργασία]
- άλογος
- απόλογος, απολογία
- διάλογος, διαλογικός
- επίλογος, επιλογικός
- ιδεολόγος
- κατάλογος
- μονόλογος
- ολιγόλογος, λιγόλογος
- ομόλογος
- παράλογος, παράλογο
- πολυλογάς
- πρόλογος
- σύλλογος
- λέξεις που αναφέρονται σε επιστήμονες διαφόρων κλάδων, π.χ. αλλεργιολόγος, βιολόγος, θεολόγος, φιλόλογος
- λογοθεραπευτής
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λόγος
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | λόγος | λόγω | λόγοι |
Γενική | λόγου | λόγοιν | λόγων |
Δοτική | λόγῳ | λόγοιν | λόγοις |
Αιτιατική | λόγον | λόγω | λόγους |
Κλητική | λόγε | λόγω | λόγοι |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λόγος < λέγω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λόγος
- λέξη, λόγος, ομιλία
- πρόταση
- ισχυρισμός, πρόφαση
- αποκάλυψη
- απόφθεγμα, χρησμός
- υπόσχεση
- εντολή
- συζήτηση
- δικαίωμα του ομιλείν
- είδηση, φήμη, διάδοση, ιστορία
- ευγλωττία
- πεζογραφία
- αγόρευση
- ικανότητα νόησης, σκέψη, ιδέα
- λογική
- υπολογισμός, εκτίμηση
- λογοδοσία
- συμμετρία, αναλογία
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- λόγος στην Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «λόγος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βράχος'
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ανώμαλα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αριθμητική (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)