πρόταση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πρόταση | οι | προτάσεις |
γενική | της | πρότασης* | των | προτάσεων |
αιτιατική | την | πρόταση | τις | προτάσεις |
κλητική | πρόταση | προτάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προτάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρόταση < αρχαία ελληνική πρότασις < πρό + τάσσω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική proposition)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πρόταση θηλυκό
- (γραμματική) μια νοηματικά ολοκληρωμένη σειρά απο λέξεις με κεντρικό χαρακτηριστικό ένα ρήμα. Οι προτάσεις δημιουγούν τις περιόδους και ημιπεριόδους
- κάτι που προτείνω σε κάποιον, μια συμβουλή, υπόδειξη, αίτημα ή προσφορά
- της έκανε πρόταση γάμου
- μου έκαναν μία συμφέρουσα πρόταση για αγορά ομολόγων
- απέρριψε την πρόταση να αναλάβει προπονητής της ομάδας
- οι προτάσεις του διευθυντή της Τράπεζας εξετάζονται από το υπουργείο Οικονομικών
- (γυμναστική) το τέντωμα προς τα μπρος
- (λογική) βλ. συνώνυμο λογική πρόταση
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- ατομική πρόταση
- γενική πρόταση
- καθολική πρόταση
- λογική πρόταση
- μερική πρόταση
- σύνθετη πρόταση
- υποθετική πρόταση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νοηματικά ολοκληρωμένη σειρά λέξεων
κάτι που προτείνω
παράγγελμα της γυμναστικής
|