περίοδος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | περίοδος | οι | περίοδοι |
γενική | της | περιόδου | των | περιόδων |
αιτιατική | την | περίοδο | τις | περιόδους |
κλητική | περίοδε | περίοδοι | ||
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- περίοδος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περίοδος < περί- + ὁδός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /peˈɾi.o.ðos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρί‐ο‐δος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]περίοδος θηλυκό
- διάστημα χρόνου με ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό
- η έμμηνος ρύση, αδιαθεσία, βλέπε εμμηνόρροια
- (γραμματική) το τμήμα ενός κειμένου ανάμεσα σε δύο τελείες
- (φυσική) το χρονικό διάστημα που απαιτείται για να ολοκληρωθεί μία πλήρης ταλάντωση
- (χημεία) μία σειρά στον περιοδικό πίνακα των στοιχείων.
- (μουσική) σύνολο διαδοχικών μουσικών φράσεων που δημιουργούν ολοκληρωμένη μουσική εντύπωση
Συγγενικά
[επεξεργασία]- απεριοδικός
- ημιπερίοδος
- μακροπερίοδος
- περιοδεία
- περιοδεύον, (το) (στρατιωτικός όρος)
- περιοδευτικός
- περιοδεύω
- περιοδεύων
- περιοδικό
- περιοδικός
- περιοδικότητα
- περιοδολόγηση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] περίοδος
|
Πηγές
[επεξεργασία]- περίοδος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | περίοδος | αἱ | περίοδοι |
γενική | τῆς | περιόδου | τῶν | περιόδων |
δοτική | τῇ | περιόδῳ | ταῖς | περιόδοις |
αιτιατική | τὴν | περίοδον | τὰς | περιόδους |
κλητική ὦ! | περίοδε | περίοδοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | περιόδω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | περιόδοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
περίοδος θηλυκό
- κύκλωση, περικύκλωση
- περιφέρεια
- ⮡ περίοδος λίμνης
- ⮡ ἡ τοῦ τρίποδος περίοδος
- (μεταφορικά) περιοδική επανάληψη:
- χρόνου, γεγονότων, σκέψης
- ⮡ περίοδος χιλιετής (Πλάτων, Φαίδρος)
- σειράς υπηρεσιακών λειτουργών
- (αστρονομία) φάσεων
- ⮡ ἀστέρος κυκλικὴ περίοδος
- (ιατρική) εμμηνόρροιας
- ⮡ ὁ ἐκ περιόδου πυρετός
- χρόνου, γεγονότων, σκέψης
- χάρτης της Γης
- ⮡ γῆς περίοδος
- (γραμματική, ρητορική, μουσική) ολοκληρωμένη πρόταση
- ※ ορισμός του Αριστοτέλη, Ρητορική, 1409b @greek-language-gr)
- λέγω δὲ περίοδον λέξιν ἔχουσαν ἀρχὴν καὶ τελευτὴν αὐτὴν καθ᾽ αὑτὴν καὶ μέγεθος εὐσύνοπτον
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | περίοδος | οἱ | περίοδοι |
γενική | τοῦ | περιόδου | τῶν | περιόδων |
δοτική | τῷ | περιόδῳ | τοῖς | περιόδοις |
αιτιατική | τὸν | περίοδον | τοὺς | περιόδους |
κλητική ὦ! | περίοδε | περίοδοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | περιόδω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | περιόδοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
περίοδος αρσενικό
- (για στρατιώτη) αυτός που περιπολεί
Συγγενικά
[επεξεργασία](πολλά στην (ελληνιστική κοινή))
- μακροπεριοδεύτως
- μακροπερίοδος
- περιοδεία
- περιοδεύσιμος
- περιόδευσις
- περιοδευτικός
- περιοδεύω
- περιοδεύων
- περιοδικός
- περιοδικῶς
- Λέξεις με περιοδ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Πηγές
[επεξεργασία]- περίοδος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- περίοδος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- περίοδος@perseus.tufts.edu - LSJ ανεύρ:2018.07.16.)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'άμπελος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα περί- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα περί- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Αστρονομία (αρχαία ελληνικά)
- Ιατρική (αρχαία ελληνικά)
- Γραμματική (αρχαία ελληνικά)
- Μουσική (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)