περιοδεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- περιοδεύω < ελληνιστική κοινή περιοδεύω με σημασία: περιπολώ
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pe.ɾi.oˈðe.vo/
Ρήμα
[επεξεργασία]περιοδεύω , πρτ.: περιόδευα, στ.μέλλ.: θα περιοδεύσω, αόρ.: περιόδευσα, παθ.φωνή: -, μτχ.π.π.: -
- κάνω διαδοχικές επισκέψεις σε διάφορες περιοχές για συγκεκριμένο σκοπό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- περιοδεία
- περιοδεύων
- → δείτε τη λέξη περίοδος
Κλίση
[επεξεργασία]Δεν έχει τύπους παθητικής φωνής.
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | περιοδεύω | περιόδευα | θα περιοδεύω | να περιοδεύω | περιοδεύοντας | |
β' ενικ. | περιοδεύεις | περιόδευες | θα περιοδεύεις | να περιοδεύεις | περιόδευε | |
γ' ενικ. | περιοδεύει | περιόδευε | θα περιοδεύει | να περιοδεύει | ||
α' πληθ. | περιοδεύουμε | περιοδεύαμε | θα περιοδεύουμε | να περιοδεύουμε | ||
β' πληθ. | περιοδεύετε | περιοδεύατε | θα περιοδεύετε | να περιοδεύετε | περιοδεύετε | |
γ' πληθ. | περιοδεύουν(ε) | περιόδευαν περιοδεύαν(ε) |
θα περιοδεύουν(ε) | να περιοδεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | περιόδευσα | θα περιοδεύσω | να περιοδεύσω | περιοδεύσει | ||
β' ενικ. | περιόδευσες | θα περιοδεύσεις | να περιοδεύσεις | περιόδευσε | ||
γ' ενικ. | περιόδευσε | θα περιοδεύσει | να περιοδεύσει | |||
α' πληθ. | περιοδεύσαμε | θα περιοδεύσουμε | να περιοδεύσουμε | |||
β' πληθ. | περιοδεύσατε | θα περιοδεύσετε | να περιοδεύσετε | περιοδεύστε | ||
γ' πληθ. | περιόδευσαν περιοδεύσαν(ε) |
θα περιοδεύσουν(ε) | να περιοδεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω περιοδεύσει | είχα περιοδεύσει | θα έχω περιοδεύσει | να έχω περιοδεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις περιοδεύσει | είχες περιοδεύσει | θα έχεις περιοδεύσει | να έχεις περιοδεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει περιοδεύσει | είχε περιοδεύσει | θα έχει περιοδεύσει | να έχει περιοδεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε περιοδεύσει | είχαμε περιοδεύσει | θα έχουμε περιοδεύσει | να έχουμε περιοδεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε περιοδεύσει | είχατε περιοδεύσει | θα έχετε περιοδεύσει | να έχετε περιοδεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν περιοδεύσει | είχαν περιοδεύσει | θα έχουν περιοδεύσει | να έχουν περιοδεύσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- περιοδεύω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]περιοδεύω
Συγγενικά
[επεξεργασία]- δείτε συγγενικά στο 'περίοδος'
Κλίση
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- περιοδεύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- περιοδεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επέκταση
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)