περιοδεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περιοδεύω < ελληνιστική κοινή περιοδεύω με σημασία: περιπολώ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pe.ɾi.oˈðe.vo/

Ρήμα[επεξεργασία]

περιοδεύω , πρτ.: περιόδευα, στ.μέλλ.: θα περιοδεύσω, αόρ.: περιόδευσα, παθ.φωνή: -, μτχ.π.π.: -

  • κάνω διαδοχικές επισκέψεις σε διάφορες περιοχές για συγκεκριμένο σκοπό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Δεν έχει τύπους παθητικής φωνής.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περιοδεύω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

περιοδεύω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]