περιπολώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pe.ɾi.poˈlo/
Ρήμα
[επεξεργασία]περιπολώ
- τριγυρίζω σε μια περιοχή προς επιτήρηση και φρούρησή της
- ※ Περιπολούσαμε με τα σκάφη του Λιμενικού γύρω απ' το νησί και παρακολουθούσαμε κάθε τόσο ένα εκπληκτικό θέαμα. (Δημοσθένης Κούρτοβικ, Φυσαλία η καλλιαύχην [διήγημα])
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη περίπολος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] περιπολώ