περιοδικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το περιοδικό τα περιοδικά
      γενική του περιοδικού των περιοδικών
    αιτιατική το περιοδικό τα περιοδικά
     κλητική περιοδικό περιοδικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περιοδικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο περιοδικός (φράση περιοδικός τύπος) < αρχαία ελληνική περιοδικός < περί + ὁδικός < ὁδός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική périodique < λατινικά periodicus < αρχαία ελληνική περιοδικός.[1])

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pe.ɾi.o.ðiˈko/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

περιοδικό ουδέτερο

  • το έντυπο που κυκλοφορεί με προκαθορισμένη συχνότητα, συνήθως μεγαλύτερη της ημέρας (εβδομαδιαία, κάθε δύο εβδομάδες, μηνιαία, ετήσια κλπ)

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

περιοδικό

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)