périodique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
périodique périodiques

périodique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ετυμολογία [επεξεργασία]

périodique < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /?/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
périodique périodiques

périodique (fr) αρσενικό