ημέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ημέρα | οι | ημέρες |
γενική | της | ημέρας | των | ημερών |
αιτιατική | την | ημέρα | τις | ημέρες |
κλητική | ημέρα | ημέρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ημέρα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἡμέρα < ἦμαρ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂eh₃mr̥ (ζέστη) < *h₂eh₃- (ζεσταίνομαι, καίω)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /iˈme.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐μέ‐ρα
- ομόηχο: Ιμέρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ημέρα θηλυκό
- άλλη μορφή του μέρα
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- ανενημέρωτος
- ανήμερα και ανήμερος
- αξημέρωτος
- αυθημερόν
- δεκαήμερο
- δεκαπενθήμερος και δεκαπενθήμερο
- διημερεύω και διημερεύων
- διημερίδα
- διήμερος και διήμερο
- δωδεκαήμερος και δωδεκαήμερο
- εικοσαήμερος και εικοσαήμερο
- εξαήμερο
- επταήμερος και επταήμερο
- ευημερία και ευημερώ
- εφημερεύω και εφημερεύων
- εφημερίδα
- εφημέριος
- εφήμερος και εφήμερο
- ημερήσιος
- ημερίδα
- ημερολόγιο και ημερολογιακός
- ημερομηνία
- ημερομίσθιο
- ημερονύκτιο
- ισημερία
- ισημερινός
- καθημερινός
- καλημέρα, καλημέρισμα και καλημερίζω
- λιγοήμερος και ολιγοήμερος
- μακροημέρευση
- μεσημέρι
- μονοήμερος
- ξημέρωμα και ξημερώνω
- ολοήμερος
- οχταήμερος
- παλαιοημερολογίτης
- πενθήμερος και πενθήμερο
- πολυήμερος
- σαρανταήμερο και σαραντάμερο
- τεσσαρακονθήμερος και τεσσαρακονθήμερο
- τετραήμερος και τετραήμερο
- τριήμερος και τριήμερο
- υπερημερία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ημέρα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)