εφημέριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | εφημέριος | οι | εφημέριοι |
γενική | του | εφημέριου & εφημερίου |
των | εφημέριων & εφημερίων |
αιτιατική | τον | εφημέριο | τους | εφημέριους & εφημερίους |
κλητική | εφημέριε | εφημέριοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εφημέριος < αρχαία ελληνική επίθετο ἐφημέριος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εφημέριος αρσενικό