αμέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τσακωνικά (tsd)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμέρα < (κληρονομημένο) δωρική διάλεκτος ἀμέρα. Συγγενή: αρχαία ελληνικά ἡμέρα, κοινή νεοελληνική ημέρα
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αμέρα αρσενικό
- η μέρα σε αντιδιαστολή με τη νύχτα
- ημέρα, χρόνικό διάστημα 24 ωρών
- ο καιρός που, η περίοδος που
- διάρκεια
Κλιτικοί τύποι[επεξεργασία]
- αμερή (γενική ενικού)
Πηγές[επεξεργασία]
- Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987), Τόμος 1ος@academyofathens