Μετάβαση στο περιεχόμενο

συχνότητα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συχνότητα οι συχνότητες
      γενική της συχνότητας των συχνοτήτων
    αιτιατική τη συχνότητα τις συχνότητες
     κλητική συχνότητα συχνότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συχνότητα < συχνός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

συχνότητα θηλυκό

  • ο αριθμός των εμφανίσεων ενός γεγονότος σε ένα χρονικό διάστημα
  • (κυματική) ο αριθμός των κορυφών ενός κύματος που διέρχονται από ένα ορισμένο σημείο στη μονάδα του χρόνου

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 δείτε τη λέξη  συχνός

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]