βιετναμικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | βιετναμικά | ||
γενική | των | βιετναμικών | ||
αιτιατική | τα | βιετναμικά | ||
κλητική | βιετναμικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βιετναμικά < βιετναμικός, στον πληθυντικό του ουδέτερου
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βιετναμικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]βιετναμικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βιετναμικό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)