tijdschrift
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tijdschrift (nl) ουδέτερο (πληθυντικός tijdschriften)
- το περιοδικό
tijdschrift (nl) ουδέτερο (πληθυντικός tijdschriften)