magazine
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]magazine (en)
ενικός | πληθυντικός |
magazine | magazines |
- περιοδικό
- πυριτιδαποθήκη
- γεμιστήρα(ς) (συνήθως θηκάτος διότι ο γυμνός λέγεται κλιπ)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]magazine (fr)
- το περιοδικό