περιοδεύον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περιοδεύον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο ενικό της μετοχής περιοδεύων
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
περιοδεύον ουδέτερο
- (στρατιωτικός όρος) συμβούλιο επιλογής οπλιτών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περιοδεύον
|
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
περιοδεύον
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του περιοδεύων
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- πολυτονική γραφή: περιοδεῦον