πολυτονικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /po.li.to.niˈko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐λυ‐το‐νι‐κό

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

πολυτονικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πολυτονικός. Εννοείται το ουσιαστικό «σύστημα».

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πολυτονικό ουδέτερο

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

πολυτονικό: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

πολυτονικό

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του πολυτονικός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πολυτονικός