πολυτονικό
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /po.li.to.niˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λυ‐το‐νι‐κό
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]πολυτονικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πολυτονικός. Εννοείται το ουσιαστικό «σύστημα».
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πολυτονικό ουδέτερο
- (γραμματική) το πολυτονικό σύστημα γραφής της ελληνικής γλώσσας στο οποίο χρησιμοποιούνται πολλά (τονικά σημεία (τόνοι) (οξεία, περισπωμένη, βαρεία) καθώς και πνεύματα (ψιλή, δασεία)· χρησιμοποιήθηκε από την ελληνιστική περίοδο για την απόδοση της αρχαίας προφοράς ως την αντικατάστασή του από το μονοτονικό σύστημα το 1982 (→ δείτε μονοτονικό#Σημειώσεις, νόμος 1982)
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- Το πολυτονικό σύστημα δημιουργήθηκε κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Η χρήση του γενικεύθηκε τον 9ο μ.Χ. αιώνα με την καθιέρωση της μικρογράμματης γραφής.
- → δείτε τη λέξη μονοτονικό#Σημειώσεις
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]πολυτονικό: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]πολυτονικό
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του πολυτονικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πολυτονικός