σύστημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σύστημα < αρχαία ελληνική σύστημα < συνίστημι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈsi.sti.ma/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σύστημα ουδέτερο
- σύνολο μερών ή πραγμάτων με στενή σχέση ενότητας ή αλληλεξάρτησης στην πραγμάτωση κάποιου στόχου, ή εργασίας, ή ισορροπίας.
- σύστημα τροφοδοσίας κινητήριων μηχανών
- μέθοδος κατασκευής, σύνθεσης, ανάλυσης, ή λειτουργίας
- συνδυασμός επιλογής τρόπων λειτουργίας, εκπαίδευσης κ.λπ.
- εκπαιδευτικό σύστημα
- ακολουθούμενη τακτική, ή θεωρία χωρίς παρέκκλιση
- κατά σύστημα
- (πληροφορική) το υλικό (hardware) και το λογισμικό (software) ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
πληροφορική: