ουκρανικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ουκρανικά < από το επίθετο ουκρανικός, στον πληθυντικό του ουδέτερου
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ουκρανικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- {{{1}}} η ουκρανική γλώσσα, η γλώσσα που μιλιέται στην Ουκρανία
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ουκρανικά
Επίρρημα[επεξεργασία]
ουκρανικά
- χρησιμοποιώντας την ουκρανική γλώσσα
- σύμφωνα με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του ουκρανικού λαού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ουκρανικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ουκρανικά
- ουκρανικό, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού