system

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: System, systém

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
system < μέση γαλλική sisteme < λατινική systema < αρχαία ελληνική σύστημα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈsɪstəm/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: sys‐tem

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
system systems

system (en)

  1. το σύστημα, ένα οργανωμένο σύνολο ιδεών ή θεωριών ή ένας συγκεκριμένος τρόπος να κάνουμε κάτι
    ⮡  a social/economic/political system - κοινωνικό/οικονομικό/πολιτικό σύστημα
    ⮡  the judicial/education system - δικαστικό/εκπαιδευτικό σύστημα
    ⮡  a capitalist/socialist system - καπιταλιστικό/σοσιαλιστικό σύστημα
    ⮡  the monetary system - το νομισματικό σύστημα
    ⮡  The national health system must be reorganized.
    Πρέπει να αναδιοργανωθεί το εθνικό σύστημα υγείας.
    ⮡  He works a lot but without a system, with the result being him not producing.
    Εργάζεται πολύ αλλά χωρίς σύστημα, με αποτέλεσμα να μην αποδίδει.
  2. το σύστημα, ομάδα πραγμάτων, κομμάτια εξοπλισμού κτλ. που συνδέονται ή συνεργάζονται
    ⮡  I installed a ventilation system.
    Εγκατέστησα σύστημα εξαερισμού.
    ⮡  We have a new waste recycling system.
    Έχουμε ένα νέο σύστημα ανακύκλωσης των απορριμμάτων.
  3. (μόνο ενικός ως the system, ανεπίσημο, συνήθως κακόσημο) το σύστημα, το κοινωνικοοικονομικό σύστημα, όταν παρουσιάζεται ως εμπόδιο στην ελευθερία και στην ανεξαρτησία του ατόμου
    ⮡  The young man doesn’t accept being placed into the system.
    Ο νέος δε δέχεται να ενταχθεί στο σύστημα.
    ⮡  The system operates without the participation of the citizen.
    Το σύστημα λειτουργεί χωρίς τη συμμετοχή του πολίτη.

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

system (da)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

system (no)



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈsɨstɛ̃m/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

system (pl) αρσενικό

  1. το σύστημα

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

system (sv)