εσθονικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | εσθονικά | ||
γενική | των | εσθονικών | ||
αιτιατική | τα | εσθονικά | ||
κλητική | εσθονικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εσθονικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου εσθονικός στον πληθυντικό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εσθονικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εσθονικά
Επίρρημα[επεξεργασία]
εσθονικά
- χρησιμοποιώντας την εσθονική γλώσσα
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
εσθονικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του εσθονικός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)