ψιλή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψιλή | οι | ψιλές |
γενική | της | ψιλής | των | ψιλών |
αιτιατική | την | ψιλή | τις | ψιλές |
κλητική | ψιλή | ψιλές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψιλή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ψιλή (εννοείται η λέξη προσωδία, ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ψιλός[1]
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ψιλή θηλυκό
- (διακριτικό σημάδι) το σημείο [ ᾿ ], το ένα από τα δύο πνεύματα που χρησιμοποιούνταν στο πολυτονικό σύστημα γραφής της ελληνικής γλώσσας, αυτό που δήλωνε την απουσία δασείας προφοράς για το αρχικό φωνήεν μιας λέξη, όμοιο με το σύμβολο της αποστρόφου
- μηχανή για κούρεμα που κόβει τα μαλλιά σύρριζα, γουλί
- ※ Την άλλη μέρα πήγα στον κουρέα στην οδό Σικίνου και του ζήτησα να με κουρέψει με την ψιλή. (Γιάννης Ξανθούλης (1987), Το πεθαμένο λικέρ [μυθιστόρημα])
- η μπάτσα, η σφαλιάρα
- ⮡ θα σε αρχίσω στις ψιλές να στρώσεις
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψιλή
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ψιλή
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ψιλή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Διακριτικά σημάδια (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)