ψιλικατζής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ψιλικατζής αρσενικό (θηλυκό ψιλικατζού)
- (επάγγελμα) ιδιοκτήτης ή υπάλληλος ψιλικατζίδικου
- (μεταφορικά) που υπολογίζει και το παραμικρό χρηματικό ποσό
- δέκα λεπτά λιγότερα σου έδωσε, μη γίνεσαι ψιλικατζής
- που κερδίζει μόνο μικροποσά από νόμιμη ή παράνομη δραστηριότητα ή που οι δραστηριότητές του είναι περιορισμένες
- άλλοι είναι οι μεγάλοι κλέφτες, αυτός είναι ψιλικατζής