ψιλοί
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ψιλοί
- (αρσενικό) ονομαστική και κλητική πληθυντικού του ψιλός
Τσακωνικά (tsd)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]ψιλοί
- πληθυντικός αριθμός του ψιλέ: του ματιού