προφορά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προφορά οι προφορές
      γενική της προφοράς των προφορών
    αιτιατική την προφορά τις προφορές
     κλητική προφορά προφορές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προφορά < (ελληνιστική κοινήπροφορά < αρχαία ελληνική προφέρω < πρό + φέρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰer-

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προφορά θηλυκό

  1. τρόπος με τον οποίο αρθρώνονται οι φθόγγοι και οι λέξεις
  2. τρόπος με τον οποίο μιλάει κάποιος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]