προφέρω
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προφέρω < αρχαία ελληνική προφέρω < προ- + φέρω (φέρνω μπροστά)
Ρήμα
[επεξεργασία]προφέρω
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αρθρώνω λέξεις